παιπάλλω

παιπάλλω
παιπάλλω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σείω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για επιτακτικό τ. τού πάλλω «ταράζω, ταρακουνώ», με διπλασιασμό κατ' επίδραση τού παιπάλη* (πρβλ. πάλη [ΙΙ]).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… …   Dictionary of Greek

  • παμφαλώ — παμφαλῶ, άω (Α) 1. βλέπω κατάπληκτος, γεμάτος φόβο 2. (η παθ. μτχ. ενεστ.) παμφαλώμενος περιβλεπόμενος πανταχόθεν (Σχόλ. στον Λυκόφρ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ πτοιήσεως καὶ ἐνθουσιασμοῡ ἐπιβλέπειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστ. τ. σε άω με… …   Dictionary of Greek

  • pel-1, pelǝ-, plē- —     pel 1, pelǝ , plē     English meaning: full, to fill; to pour; town (?)     Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”